υποπαρενθυμούμαι

υποπαρενθυμούμαι
-έομαι, Α
(αποθ.) υφίσταμαι εξασθένηση τής προσοχής μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + παρενθυμοῦμαι «παραβλέπω, παραμελώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”